- τριγόλας
- ὁ, Αείδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τρίγ-λη κατά τα ον. σε -όλᾱς / -όλης (πρβλ. μαιν-όλης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… … Dictionary of Greek
(s)treig-3, streid(h)- — (s)treig 3, streid(h) English meaning: to hiss Deutsche Übersetzung: “zischen, schwirren”; Schallwort Material: Gk. τρίζω, τέτρῑγα “zirpe, schwirre, knirsche”, τριγμός (neologism τρισμός) m. “das Zirpen, Schwirren”, τρί̄γλη… … Proto-Indo-European etymological dictionary